Η υπόφυση είναι ένας μικρός ενδοκρινής αδένας στο μέγεθος μπιζελιού που ελέγχει τη λειτουργία των περισσότερων αδένων. Βρίσκεται σε μια εσοχή της βάσης του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο. Η υπόφυση μέσω του μίσχου της συνδέεται με τον υποθάλαμο ο οποίος ελέγχει τη λειτουργία και την ορμονική έκκριση της. Αυτό συμβαίνει μέσω ενός αγγειακού δικτύου κατά μήκος του μίσχου της υπόφυσης, του πυλαίου συστήματος, ορμονικές ουσίες από τον υποθάλαμο μεταφέρονται στην αδενοϋπόφυση και επηρεάζουν τη λειτουργία της.
Η υπόφυση χωρίζεται στο πρόσθιο και οπίσθιο λοβό. Ο πρόσθιος λοβός της υπόφυσης ονομάζεται και αδενοϋπόφυση. Τα αδενικά κύτταρα του προσθίου λοβού παράγουν ένα πλήθος ορμονών, που ελέγχουν σημαντικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Οι ορμόνες αυτές είναι:
Η αυξητική ή σωματοτρόπος ορμόνη (GH, Growth Hormone) που προάγει την ανάπτυξη του σώματος.
Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH, Thyroid-Stimulating Hormone) που διεγείρει το θυρεοειδή αδένα για παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών.
Η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH, Follicle-Stimulating Hormone), η οποία στη γυναίκα προάγει την ωρίμανση των ωοθυλακίων, ενώ στον άνδρα προάγει την ωρίμανση των σπερματοζωαρίων.
Η ωχρινοποιητική ορμόνη (LH, Luteinizing Hormone), η οποία στην γυναίκα προάγει την ωοθυλακιορρηξία και την έκκριση οιστρογόνων από τις ωοθήκες, ενώ στον άνδρα προάγει την έκκριση τεστοστερόνης από τους όρχεις. Οι ορμόνες FSH και LH καλούνται γοναδοτροπίνες.
Η φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη ή αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη ή κορτικοτροπίνη (ACTH, AdrenoCorticoTropic Hormone) που διεγείρει τα επινεφρίδια για την παραγωγή κορτιζόλης, αλδοστερόνης και ανδρογόνων.
Η προλακτίνη (PRL, Prolactin) που προάγει τη παραγωγή γάλακτος από τους γαλακτοφόρους αδένες του μαστού.
Ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης ονομάζεται και νευροϋπόφυση. Δεν αποτελείται από αδενικά κύτταρα, αλλά αποτελεί στην ουσία προέκταση νευρικών κυττάρων του υπεροπτικού και παρακοιλιακού πυρήνα του υποθαλάμου. Οι ορμόνες που παράγει ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης είναι:
Η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH, Antidiuretic Hormone ή βαζοπρεσσίνη), η οποία περιορίζει την αποβολή νερού από τους νεφρούς.
Η ωκυτοκίνη, η οποία προάγει τις συσπάσεις της μήτρας κατά τον τοκετό και βοηθά στο θηλασμό.
Οι κυριότερες διαταραχές της υπόφυσης είναι τα αδενώματα, η αυξημένη ή ελαττωμένη έκκριση μιας ή περισσοτέρων ορμονών και σπανιότερα οι φλεγμονές και άλλες πιο σπάνιες παθήσεις.
Αδενώματα Υποφύσεως
Τα αδενώματα υποφύσεως αποτελούν καλοήθη νεοπλάσματα στον πρόσθιο λοβό της υποφύσεως. Με βάση τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα αποτελούν το 10% των ενδοκρανιακών νεοπλασμάτων. Τα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν σε ένα αδένωμα υποφύσεως εξαρτάται τόσο από το είδος του όσο και από το μέγεθός του.
Αρχικά μπορεί να μην καταγραφούν καν συμπτώματα, κάτι που συχνά καθυστερεί τη διάγνωση που συχνά γίνεται συμπτωματικά. Όταν η διάστασή του αδενώματος όμως αρχίζει να αυξάνεται τότε ξεκινά να πιέζει τους ιστούς, συμπιέζοντας την υπόφυση προκαλώντας συμπτώματα ενός όγκου εγκεφάλου όπως πονοκέφαλος, σημάδια έντονης κόπωσης, ζάλη τάση για έμετο, υπνηλία κ.α.. Η περαιτέρω ανάπτυξη του αδενώματος υποφύσεως καταλήγει να πιέζει και τα οπτικά νεύρα με συνέπεια να εκδηλώνονται οπτικές διαταραχές προκαλώντας τα ανάλογα συμπτώματα (αμφικροταφική ημιανοψία). Σε σπάνιες περιπτώσεις προκαλούν διπλωπία. Όγκοι που προκαλούν οπτικές διαταραχές συνήθως είναι μακροαδενώματα, μεγαλύτερα από 10 mm σε διάμετρο. Όγκοι μικρότεροι από 10 mm ονομάζονται μικροαδενώματα. Ωστόσο τα συμπτώματα ενός αδενώματος υποφύσεως εξαρτώνται επίσης και από το αν αυτόνομα υπερεκκρίνουν ή όχι μια υποφυσιακή ορμόνη με τα προλακτινώματα να αποτελούν τα πιο συχνά εκκριτογόνα υποφυσιακά αδενώματα ενώ ακολουθούν τα αδενώματα που υπερεκκρίνουν αυξητική ορμόνη (Μεγαλακρία) και τα αδενώματα που υπερεκκρίνουν κορτιζόλη (νόσος του Cushing).
Διάγνωση Υποφυσιακών Αδενωμάτων
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται ελέγχοντας τα επίπεδα των ορμονών στο αίμα, ενώ οι νευροαπεικονιστικές μέθοδοι όπως η μαγνητική τομογραφία παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο έλεγχος περιλαμβάνει:
- μέτρηση των επίπεδων των υποφυσιακών ορμονών (ΙGF-1, GH, ACTH, κορτιζόλη, προλακτίνη, TSH, FT4, FT3, LH, FSH, τεστοστερόνη ή οιστραδιόλη αναλόγως το φύλλο) και διενέργεια δοκιμασιών διέγερσης και καταστολής αυτών, ανάλογα με την κλινική εικόνα και την υποπτευόμενη ορμονική διαταραχή
- οφθαλμολογικός έλεγχος (έλεγχος οπτικής οξύτητας και οπτικών πεδίων).
- απεικονιστικός-ακτινολογικός έλεγχος (μαγνητική τομογραφία (MRI) υποφύσεως με χορήγηση παραμαγνητικής ουσίας).
Θεραπεία Υποφυσιακών Αδενωμάτων
Φαρμακευτική θεραπεία, ως θεραπείας εκλογής, εφαρμόζεται και είναι διεθνώς αποδεκτή μόνο στα προλακτινώματα. Με την χορήγηση αγωνιστών ντοπαμίνης (καμπεργολίδη καθώς και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις βρωμοκρυπτίνη), επιτυγχάνεται σημαντικότατη συρρίκνωση των προλακτινωμάτων και μακροπρόθεσμος έλεγχός τους σε ποσοστό >95% των περιπτώσεων. Παρόμοια αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείας δεν υφίστανται για άλλους τύπους αδενωμάτων. Ιδιαίτερα στη μεγαλακρία (ανάλογα σωματοστατίνης - οκτρεοτίδη, λανρεοτίδη -, αγωνιστές ντοπαμίνης – βρωμοκρυπτίνη και ανταγωνιστές υποδοχέα αυξητικής ορμόνης– pegvisomant), στο σύνδρομο Cushing (ανάλογα σωματοστατίνης – πασιρεοτιδή, ιμιδαζόλη - κετοκοναζόλη) αλλά και σε άλλα εξαιρετικά σπάνια υπερεκκριτογονά αδενώματα ο σκοπός της φαρμακευτικής αγωγής είναι συνήθως η προετοιμασία του ασθενούς για την χειρουργική επέμβαση ή ο μετεγχειρητικός έλεγχος της υπερέκκρισης των ορμονών σε περίπτωση αποτυχίας να θεραπευθεί η ενδοκρινολογική διαταραχή χειρουργικά, με ή χωρίς ακτινοβολία.
Οι πρόσφατες χειρουργικές τεχνικές (διαρρινική ενδοσκοπική προσπέλαση), βελτίωσαν σημαντικά τα αποτελέσματα της χειρουργικής αφαίρεσης των αδενωμάτων της υποφύσεως, Παρά ταύτα, η ολική αφαίρεση μακροαδενωμάτων και ιδίως των υπερ-/παραεφιππιακών και ιδίως αυτών που επεκτείνονται στον σηραγγώδη κόλπο είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Στο ιατρείο μας διενεργείται με την πλέον επικαιροποιημένο μέθοδο η διάγνωση/διαφορική διάγνωση, τύπος θεραπευτικής αντιμετώπισης και παρακολούθηση των ασθενειών αυτών.
Υποφυσιακή ανεπάρκεια
Η υποφυσιακή ανεπάρκεια ονομάζεται η νοσογόνος κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανεπαρκή έκκριση μίας ή περισσότερων ορμονών της, που οφείλεται σε κάποια ασθένεια που επηρεάζει την λειτουργική ικανότητα της υπόφυσης. ‘Ολες οι υποφυσιακές ορμόνες δεν προσβάλλονται με την ίδια συχνότητα. Τα πιο ευπαθή κύτταρα στην υπόφυση είναι αυτά που παράγουν την αυξητική ορμόνη GH και αυτά που παράγουν τις γοναδοτροπίνες, δηλαδή τις FSH και LH. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι ασθενείς με υποφυσιακή ανεπάρκεια θα εμφανίσουν συμπτώματα από την ελάττωση της αυξητικής ορμόνης και συμπτώματα διαταραχής της σεξουαλικής συμπεριφοράς και αναπαραγωγικής ικανότητας. Σπανιότερα εμφανίζεται ανεπάρκεια της ACTH που οδηγεί σε ανεπαρκή λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων, με σημαντικότερη τη σημαντική ελάττωση της συγκέντρωσης της κορτιζόλης στο αίμα. Αυτό οδηγεί σε επινεφριδιακή ανεπάρκεια και αν μείνει αθεράπευτη μπορεί να αποβεί θανατηφόρο. Η ανεπάρκεια της έκκρισης της TSH προκαλεί κλινικά σημαντικό υποθυρεοειδισμό, με έντονα συμπτώματα.
Αιτία υποφυσιακής ανεπάρκειας
Οι πιο συχνές αιτίες υποφυσιακής ανεπάρκειας, λόγω συμπίεσης του αδένα, είναι τα αδενώματα της υπόφυσης. Ιατρογενείς παρεμβάσεις, όπως το χειρουργείο της υπόφυσης ή η ακτινοβόληση της περιοχής για υποφυσιακό αδένωμα ή για άλλη ασθένεια, οδηγούν επίσης συχνά σε μερική ή πλήρες υποφυσιακή ανεπάρκεια. Εκτός από τους καλοήθεις όγκους της υπόφυσης, σπανιότερες αιτίες υποφυσιακής ανεπάρκειας είναι ο καρκίνος της υπόφυσης, η αιμοχρωμάτωση, η υποφυσίτιδα (λεμφοκυτταρική, κοκιωματώδης, ξανθωματώδης ή πλασματοκυτταρική),το υποφυσιακό έμφρακτο (σύνδρομο Sheehan), η υποφυσιακή αιμορραγία (αποπληξία), τα αποστήματα, το κενό τουρικό εφίππιο (empty sella syndrome) και οι συγγενείς διαμαρτίες της υπόφυσης.
Διάγνωση υποφυσιακής ανεπάρκειας
Η διάγνωση αυτή στηρίζεται στην απόδειξη της ανεπαρκούς έκκρισης κάποιων ή όλων των ορμονών που φυσιολογικά εκκρίνει η υπόφυση και απαιτείται εξειδικευμένος έλεγχος. Αυτό απαιτεί μια ενδελεχή ορμονική διερεύνηση, με εξετάσεις αίματος όλων των ορμονικών συστημάτων που ρυθμίζει η υπόφυση. Η ανεύρεση ελάττωσης ορμονικών εκκρίσεων, οδηγούν στη διάγνωση μερικής ή πλήρεις υποφυσιακής ανεπάρκειας. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητη η πραγματοποίηση μαγνητικής τομογραφίας της υπόφυσης, εξέταση που χρειάζεται την έγχυση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού.
Η διάγνωση ενός ασθενούς με υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι εξαιρετικής σημασίας για την ίδια την επιβίωση του ατόμου. Όταν εξακριβωθεί η υποφυσιακή ανεπάρκεια η θεραπεία περιλαμβάνει δύο στάδια – στο πρώτο, η θεραπεία της οξείας φάσης περιλαμβάνει την άμεση αναπλήρωση της κορτιζόλης, που είναι η σημαντικότερη ορμόνη για την επιβίωση του/της ασθενούς. Παράλληλα χορηγείται αντιδιουρητική ορμόνη επί διάγνωσης απίου διαβήτη. Στη συνέχεια μπορεί να προστεθεί και η ορμόνη του θυρεοειδούς. Η χρονική σειρά χορήγησης των φαρμάκων παίζει σημαντικό ρόλο και είναι απαραίτητο να διενεργείται με το σωστό τρόπο.
Σε δεύτερο χρόνο, και αφού ο/η ασθενής σταθεροποιηθεί, τότε πρέπει να ρυθμιστούν και οι ανεπάρκειες όλων των άλλων ορμονών όταν συνυπάρχουν.
Στο ιατρείο μας, η αντιμετώπιση οξέων και χρόνιων παθήσεων που οδηγούν σε υποφυσιακή ανεπάρκεια αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Οι αρρύθμιστοι ασθενείς με τέτοια διάγνωση εξυπηρετούνται.
Η υπόφυση χωρίζεται στο πρόσθιο και οπίσθιο λοβό. Ο πρόσθιος λοβός της υπόφυσης ονομάζεται και αδενοϋπόφυση. Τα αδενικά κύτταρα του προσθίου λοβού παράγουν ένα πλήθος ορμονών, που ελέγχουν σημαντικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Οι ορμόνες αυτές είναι:
Η αυξητική ή σωματοτρόπος ορμόνη (GH, Growth Hormone) που προάγει την ανάπτυξη του σώματος.
Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH, Thyroid-Stimulating Hormone) που διεγείρει το θυρεοειδή αδένα για παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών.
Η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH, Follicle-Stimulating Hormone), η οποία στη γυναίκα προάγει την ωρίμανση των ωοθυλακίων, ενώ στον άνδρα προάγει την ωρίμανση των σπερματοζωαρίων.
Η ωχρινοποιητική ορμόνη (LH, Luteinizing Hormone), η οποία στην γυναίκα προάγει την ωοθυλακιορρηξία και την έκκριση οιστρογόνων από τις ωοθήκες, ενώ στον άνδρα προάγει την έκκριση τεστοστερόνης από τους όρχεις. Οι ορμόνες FSH και LH καλούνται γοναδοτροπίνες.
Η φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη ή αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη ή κορτικοτροπίνη (ACTH, AdrenoCorticoTropic Hormone) που διεγείρει τα επινεφρίδια για την παραγωγή κορτιζόλης, αλδοστερόνης και ανδρογόνων.
Η προλακτίνη (PRL, Prolactin) που προάγει τη παραγωγή γάλακτος από τους γαλακτοφόρους αδένες του μαστού.
Ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης ονομάζεται και νευροϋπόφυση. Δεν αποτελείται από αδενικά κύτταρα, αλλά αποτελεί στην ουσία προέκταση νευρικών κυττάρων του υπεροπτικού και παρακοιλιακού πυρήνα του υποθαλάμου. Οι ορμόνες που παράγει ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης είναι:
Η αντιδιουρητική ορμόνη (ADH, Antidiuretic Hormone ή βαζοπρεσσίνη), η οποία περιορίζει την αποβολή νερού από τους νεφρούς.
Η ωκυτοκίνη, η οποία προάγει τις συσπάσεις της μήτρας κατά τον τοκετό και βοηθά στο θηλασμό.
Οι κυριότερες διαταραχές της υπόφυσης είναι τα αδενώματα, η αυξημένη ή ελαττωμένη έκκριση μιας ή περισσοτέρων ορμονών και σπανιότερα οι φλεγμονές και άλλες πιο σπάνιες παθήσεις.
Αδενώματα Υποφύσεως
Τα αδενώματα υποφύσεως αποτελούν καλοήθη νεοπλάσματα στον πρόσθιο λοβό της υποφύσεως. Με βάση τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα αποτελούν το 10% των ενδοκρανιακών νεοπλασμάτων. Τα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν σε ένα αδένωμα υποφύσεως εξαρτάται τόσο από το είδος του όσο και από το μέγεθός του.
Αρχικά μπορεί να μην καταγραφούν καν συμπτώματα, κάτι που συχνά καθυστερεί τη διάγνωση που συχνά γίνεται συμπτωματικά. Όταν η διάστασή του αδενώματος όμως αρχίζει να αυξάνεται τότε ξεκινά να πιέζει τους ιστούς, συμπιέζοντας την υπόφυση προκαλώντας συμπτώματα ενός όγκου εγκεφάλου όπως πονοκέφαλος, σημάδια έντονης κόπωσης, ζάλη τάση για έμετο, υπνηλία κ.α.. Η περαιτέρω ανάπτυξη του αδενώματος υποφύσεως καταλήγει να πιέζει και τα οπτικά νεύρα με συνέπεια να εκδηλώνονται οπτικές διαταραχές προκαλώντας τα ανάλογα συμπτώματα (αμφικροταφική ημιανοψία). Σε σπάνιες περιπτώσεις προκαλούν διπλωπία. Όγκοι που προκαλούν οπτικές διαταραχές συνήθως είναι μακροαδενώματα, μεγαλύτερα από 10 mm σε διάμετρο. Όγκοι μικρότεροι από 10 mm ονομάζονται μικροαδενώματα. Ωστόσο τα συμπτώματα ενός αδενώματος υποφύσεως εξαρτώνται επίσης και από το αν αυτόνομα υπερεκκρίνουν ή όχι μια υποφυσιακή ορμόνη με τα προλακτινώματα να αποτελούν τα πιο συχνά εκκριτογόνα υποφυσιακά αδενώματα ενώ ακολουθούν τα αδενώματα που υπερεκκρίνουν αυξητική ορμόνη (Μεγαλακρία) και τα αδενώματα που υπερεκκρίνουν κορτιζόλη (νόσος του Cushing).
Διάγνωση Υποφυσιακών Αδενωμάτων
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται ελέγχοντας τα επίπεδα των ορμονών στο αίμα, ενώ οι νευροαπεικονιστικές μέθοδοι όπως η μαγνητική τομογραφία παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο έλεγχος περιλαμβάνει:
- μέτρηση των επίπεδων των υποφυσιακών ορμονών (ΙGF-1, GH, ACTH, κορτιζόλη, προλακτίνη, TSH, FT4, FT3, LH, FSH, τεστοστερόνη ή οιστραδιόλη αναλόγως το φύλλο) και διενέργεια δοκιμασιών διέγερσης και καταστολής αυτών, ανάλογα με την κλινική εικόνα και την υποπτευόμενη ορμονική διαταραχή
- οφθαλμολογικός έλεγχος (έλεγχος οπτικής οξύτητας και οπτικών πεδίων).
- απεικονιστικός-ακτινολογικός έλεγχος (μαγνητική τομογραφία (MRI) υποφύσεως με χορήγηση παραμαγνητικής ουσίας).
Θεραπεία Υποφυσιακών Αδενωμάτων
Φαρμακευτική θεραπεία, ως θεραπείας εκλογής, εφαρμόζεται και είναι διεθνώς αποδεκτή μόνο στα προλακτινώματα. Με την χορήγηση αγωνιστών ντοπαμίνης (καμπεργολίδη καθώς και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις βρωμοκρυπτίνη), επιτυγχάνεται σημαντικότατη συρρίκνωση των προλακτινωμάτων και μακροπρόθεσμος έλεγχός τους σε ποσοστό >95% των περιπτώσεων. Παρόμοια αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείας δεν υφίστανται για άλλους τύπους αδενωμάτων. Ιδιαίτερα στη μεγαλακρία (ανάλογα σωματοστατίνης - οκτρεοτίδη, λανρεοτίδη -, αγωνιστές ντοπαμίνης – βρωμοκρυπτίνη και ανταγωνιστές υποδοχέα αυξητικής ορμόνης– pegvisomant), στο σύνδρομο Cushing (ανάλογα σωματοστατίνης – πασιρεοτιδή, ιμιδαζόλη - κετοκοναζόλη) αλλά και σε άλλα εξαιρετικά σπάνια υπερεκκριτογονά αδενώματα ο σκοπός της φαρμακευτικής αγωγής είναι συνήθως η προετοιμασία του ασθενούς για την χειρουργική επέμβαση ή ο μετεγχειρητικός έλεγχος της υπερέκκρισης των ορμονών σε περίπτωση αποτυχίας να θεραπευθεί η ενδοκρινολογική διαταραχή χειρουργικά, με ή χωρίς ακτινοβολία.
Οι πρόσφατες χειρουργικές τεχνικές (διαρρινική ενδοσκοπική προσπέλαση), βελτίωσαν σημαντικά τα αποτελέσματα της χειρουργικής αφαίρεσης των αδενωμάτων της υποφύσεως, Παρά ταύτα, η ολική αφαίρεση μακροαδενωμάτων και ιδίως των υπερ-/παραεφιππιακών και ιδίως αυτών που επεκτείνονται στον σηραγγώδη κόλπο είναι ιδιαίτερα δύσκολη.
Στο ιατρείο μας διενεργείται με την πλέον επικαιροποιημένο μέθοδο η διάγνωση/διαφορική διάγνωση, τύπος θεραπευτικής αντιμετώπισης και παρακολούθηση των ασθενειών αυτών.
Υποφυσιακή ανεπάρκεια
Η υποφυσιακή ανεπάρκεια ονομάζεται η νοσογόνος κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανεπαρκή έκκριση μίας ή περισσότερων ορμονών της, που οφείλεται σε κάποια ασθένεια που επηρεάζει την λειτουργική ικανότητα της υπόφυσης. ‘Ολες οι υποφυσιακές ορμόνες δεν προσβάλλονται με την ίδια συχνότητα. Τα πιο ευπαθή κύτταρα στην υπόφυση είναι αυτά που παράγουν την αυξητική ορμόνη GH και αυτά που παράγουν τις γοναδοτροπίνες, δηλαδή τις FSH και LH. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι ασθενείς με υποφυσιακή ανεπάρκεια θα εμφανίσουν συμπτώματα από την ελάττωση της αυξητικής ορμόνης και συμπτώματα διαταραχής της σεξουαλικής συμπεριφοράς και αναπαραγωγικής ικανότητας. Σπανιότερα εμφανίζεται ανεπάρκεια της ACTH που οδηγεί σε ανεπαρκή λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων, με σημαντικότερη τη σημαντική ελάττωση της συγκέντρωσης της κορτιζόλης στο αίμα. Αυτό οδηγεί σε επινεφριδιακή ανεπάρκεια και αν μείνει αθεράπευτη μπορεί να αποβεί θανατηφόρο. Η ανεπάρκεια της έκκρισης της TSH προκαλεί κλινικά σημαντικό υποθυρεοειδισμό, με έντονα συμπτώματα.
Αιτία υποφυσιακής ανεπάρκειας
Οι πιο συχνές αιτίες υποφυσιακής ανεπάρκειας, λόγω συμπίεσης του αδένα, είναι τα αδενώματα της υπόφυσης. Ιατρογενείς παρεμβάσεις, όπως το χειρουργείο της υπόφυσης ή η ακτινοβόληση της περιοχής για υποφυσιακό αδένωμα ή για άλλη ασθένεια, οδηγούν επίσης συχνά σε μερική ή πλήρες υποφυσιακή ανεπάρκεια. Εκτός από τους καλοήθεις όγκους της υπόφυσης, σπανιότερες αιτίες υποφυσιακής ανεπάρκειας είναι ο καρκίνος της υπόφυσης, η αιμοχρωμάτωση, η υποφυσίτιδα (λεμφοκυτταρική, κοκιωματώδης, ξανθωματώδης ή πλασματοκυτταρική),το υποφυσιακό έμφρακτο (σύνδρομο Sheehan), η υποφυσιακή αιμορραγία (αποπληξία), τα αποστήματα, το κενό τουρικό εφίππιο (empty sella syndrome) και οι συγγενείς διαμαρτίες της υπόφυσης.
Διάγνωση υποφυσιακής ανεπάρκειας
Η διάγνωση αυτή στηρίζεται στην απόδειξη της ανεπαρκούς έκκρισης κάποιων ή όλων των ορμονών που φυσιολογικά εκκρίνει η υπόφυση και απαιτείται εξειδικευμένος έλεγχος. Αυτό απαιτεί μια ενδελεχή ορμονική διερεύνηση, με εξετάσεις αίματος όλων των ορμονικών συστημάτων που ρυθμίζει η υπόφυση. Η ανεύρεση ελάττωσης ορμονικών εκκρίσεων, οδηγούν στη διάγνωση μερικής ή πλήρεις υποφυσιακής ανεπάρκειας. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητη η πραγματοποίηση μαγνητικής τομογραφίας της υπόφυσης, εξέταση που χρειάζεται την έγχυση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού.
Η διάγνωση ενός ασθενούς με υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι εξαιρετικής σημασίας για την ίδια την επιβίωση του ατόμου. Όταν εξακριβωθεί η υποφυσιακή ανεπάρκεια η θεραπεία περιλαμβάνει δύο στάδια – στο πρώτο, η θεραπεία της οξείας φάσης περιλαμβάνει την άμεση αναπλήρωση της κορτιζόλης, που είναι η σημαντικότερη ορμόνη για την επιβίωση του/της ασθενούς. Παράλληλα χορηγείται αντιδιουρητική ορμόνη επί διάγνωσης απίου διαβήτη. Στη συνέχεια μπορεί να προστεθεί και η ορμόνη του θυρεοειδούς. Η χρονική σειρά χορήγησης των φαρμάκων παίζει σημαντικό ρόλο και είναι απαραίτητο να διενεργείται με το σωστό τρόπο.
Σε δεύτερο χρόνο, και αφού ο/η ασθενής σταθεροποιηθεί, τότε πρέπει να ρυθμιστούν και οι ανεπάρκειες όλων των άλλων ορμονών όταν συνυπάρχουν.
Στο ιατρείο μας, η αντιμετώπιση οξέων και χρόνιων παθήσεων που οδηγούν σε υποφυσιακή ανεπάρκεια αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Οι αρρύθμιστοι ασθενείς με τέτοια διάγνωση εξυπηρετούνται.